συνεκδύομαι

συνεκδύομαι
ΜΑ
εξέρχομαι μαζί με κάποιον ή συγχρόνως
αρχ.
(ιδίως σχετικά με ένδυμα) βγάζω μαζί ή συγχρόνως συναποβάλλω* («τῷ χιτῶνι συνεκδύεσθαι τὴν αἰδῶ τὰς γυναῑκας», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἐκδύω «εξέρχομαι, γδύνω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συνεκδυόμεθα — συνεκδύομαι put off together pres ind mp 1st pl συνεκδύομαι put off together imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεκδύεσθαι — συνεκδύομαι put off together pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεκδύεται — συνεκδύομαι put off together pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεξεδύετο — συνεκδύομαι put off together imperf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”