- συνεκδύομαι
- ΜΑεξέρχομαι μαζί με κάποιον ή συγχρόνωςαρχ.(ιδίως σχετικά με ένδυμα) βγάζω μαζί ή συγχρόνως συναποβάλλω* («τῷ χιτῶνι συνεκδύεσθαι τὴν αἰδῶ τὰς γυναῑκας», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἐκδύω «εξέρχομαι, γδύνω»].
Dictionary of Greek. 2013.